- οργανογενής
- -ές(για ιζηματογενή πετρώματα) αυτός που σχηματίστηκε από λείψανα τού οργανικού κόσμου, δηλ. ζώων και φυτών, ή από τις βιολογικές λειτουργίες τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organogenic (< όργανο + -γενής < γένος)].
Dictionary of Greek. 2013.